υδροφόβης

υδροφόβης
-ου, ὁ, Μ
αυτός που πάσχει από υδροφοβία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑδρόφοβος, κατά τα αρσ. σε -ης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”